περιοριστικός

περιοριστικός
-ή, -ό
αυτός που περιορίζει, δεσμευτικός: Περιοριστικές διατάξεις του νόμου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιοριστικός — serving to determine masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοριστικός — ή, ό / περιοριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιορίζω] αυτός που καθορίζει, που επιβάλλει όρια νεοελλ. 1. δεσμευτικός, κατασταλτικός («επιβλήθηκαν περιοριστικά μέτρα») 2. φρ. «περιοριστικές κρίσεις» (λογ.) οι κρίσεις τών οποίων το κατηγορούμενο εκφράζεται… …   Dictionary of Greek

  • περιοριστικά — περιοριστικός serving to determine neut nom/voc/acc pl περιοριστικά̱ , περιοριστικός serving to determine fem nom/voc/acc dual περιοριστικά̱ , περιοριστικός serving to determine fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοριστικόν — περιοριστικός serving to determine masc acc sg περιοριστικός serving to determine neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοριστικοί — περιοριστικός serving to determine masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… …   Dictionary of Greek

  • αγγειοσυσταλτικός — ή, ό (Φυσιολ.) λέγεται για αγγειοδραστικές ορμονικές ουσίες που προκαλούν στένωση (συστολή) τών αγγείων, καθώς και για αγγειοκινητικά νεύρα που έχουν ανάλογη δράση στα αγγεία, με τη μεσολάβηση όμως και πάλι αγγειοδραστικών ουσιών. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • γραφιστική — Ο όρος αποτελεί απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού όρουγκράφικ ντιζάιν (graphic design) που επινόησε στη δεκαετία του 1920 ο Γουίλιαμ Άντισον Ντουίγκινς (William Addison Dwiggins) –χρησιμοποιώντας δύο αγγλικές λέξεις με προέλευση η μία από τα… …   Dictionary of Greek

  • επεκτικός — ἐπεκτικός, ή, όν (Α) [επέχω] περιοριστικός …   Dictionary of Greek

  • κολαστικός — ή, ό (AM κολαστικός, ή όν) [κολαστής] ο σχετικός με τον κολασμό, κολαστήριος, κατάλληλος στο να τιμωρεί («τὸ δὲ κολαστικὸν ἐρινυῶδες καὶ δαιμονικόν, οὐ θεῑον δὲ οὐδἐ Ολύμπιον», Πλούτ.) (νεοελλ) αυτός που γίνεται για μετριασμό, περισταλτικός,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”